Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
Ν πληγή1. προκαλώ πληγή («μέ πλήγιασε το παπούτσι»)2. αποκτώ πληγή («πληγιάσανε τα χέρια μου»)3. μεταβάλλομαι σε πληγή, εξελκούμαι («πλήγιασε το σπυρί»).