πληγιάζω

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

Ν πληγή
1. προκαλώ πληγή («μέ πλήγιασε το παπούτσι»)
2. αποκτώ πληγή («πληγιάσανε τα χέρια μου»)
3. μεταβάλλομαι σε πληγή, εξελκούμαι («πλήγιασε το σπυρί»).