πληθοποιός

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληθοποιός Medium diacritics: πληθοποιός Low diacritics: πληθοποιός Capitals: ΠΛΗΘΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: plēthopoiós Transliteration B: plēthopoios Transliteration C: plithopoios Beta Code: plhqopoio/s

English (LSJ)

πληθοποιόν, creating plurality, Procl.in Prm.p.592 S., Dam.Pr.33.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που πληθαίνει κάτι, που το κάνει να αυξηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + -ποιός].