πληθοποιός
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
πληθοποιόν, creating plurality, Procl.in Prm.p.592 S., Dam.Pr.33.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
αυτός που πληθαίνει κάτι, που το κάνει να αυξηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + -ποιός].