πληρεξούσιος

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. το αρσ. ως ουσ. ο πληρεξούσιος
αυτός που ενεργεί κατά πληρεξουσιότητα
2. το ουδ. ως ουσ.
το πληρεξούσιο
το έγγραφο με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + εξουσία (πρβλ. αυτεξούσιος)].