δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
[Seite 639] ορος, ὁ, = πλωτήρ, poet.
-ορος, ὁ, Απλωτήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλώω + επίθημα -τωρ (πρβλ. βώτωρ)].