πλώτωρ

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

German (Pape)

[Seite 639] ορος, ὁ, = πλωτήρ, poet.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
πλωτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλώω + επίθημα -τωρ (πρβλ. βώτωρ)].