πλωτήρ

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλωτήρ Medium diacritics: πλωτήρ Low diacritics: πλωτήρ Capitals: ΠΛΩΤΗΡ
Transliteration A: plōtḗr Transliteration B: plōtēr Transliteration C: plotir Beta Code: plwh/r

English (LSJ)

πλωτῆρος, ὁ, (πλώω)
A sailor, seaman, Archyt. ap. Stob.3.1.112, Ar.Ec.1087, Pl.R. 489a; including rowers, navigators, and passengers, Arist.Pol.1276 b20, 1279a4, Plot.4.3.21; epithet of the Dioscuri, IG42(1).511 (Epid., ii A. D.).
2 swimmer, Nonn. D. 1.65, al., Musae.2; of fishes, Opp. H.2.196.
II as adjective, floating, λόφος Nonn. D. 23.107.

German (Pape)

[Seite 639] ῆρος, ὁ, = πλώτης; Ar. Eccl. 1087, Plat. Rep. VI, 489 a u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
navigateur.
Étymologie: πλώω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλωτήρ -ῆρος, ὁ [πλώω] zeeman.

Russian (Dvoretsky)

πλωτήρ: ῆρος ὁ мореплаватель, мореход Arph., Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πλωτήρ: -ῆρος, ὁ, (πλώω) ναύτης, θαλασσοπόρος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1087, Πλάτ. Πολ. 489Α· περιλαμβάνει δὲ τὸ ὄνομα τούς τε ἐρέτας καὶ τοὺς ἄλλους ναύτας, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 2, πρβλ. 3. 6, 7. 2) κολυμβητής, Μουσαῖος 2.

Greek Monotonic

πλωτήρ: -ῆρος, ὁ (πλώω), ναύτης, θαλασσοπόρος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· περιλαμβάνει τους κωπηλάτες και τους άλλους ναύτες, σε Αριστ.

Middle Liddell

πλωτήρ, ῆρος, ὁ, πλώω
a sailor, seaman, Ar., Plat.; including rowers and navigators, Arist.