πνευματολόγος

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που έχει ως αντικείμενο μελέτης του την πνευματολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatologist + (< πνεύμα, -ατος + -λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Νέος Πυθαγόρας.