ποδάρα

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107

Greek Monolingual

η, Ν
1. πολύ μεγάλο πόδι
2. φρ. «απλώνω τις ποδάρες μου» — κάθομαι και αναπαύομαι απλώνοντας τα πόδια κατά τρόπο μη κόσμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μουλάρα, πιθάρα)].