ποδοβολητό

From LSJ

τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows

Source

Greek Monolingual

το, Ν ο κρότος από το βάδισμα ή το τρέξιμο πολλών ανθρώπων ή ζώων, ιδίως αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. ροχαλητό)].