ποδώ

From LSJ

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240

Greek Monolingual

-όω, ΝΜ πους, ποδός]]
1. ναυτ. τεντώνω τους πόδες τών ιστίων για να τα δέσω
2. μέσ. ποδοῦμαι
έχω πόδια.