πολυβάδιστος

From LSJ

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβάδιστος Medium diacritics: πολυβάδιστος Low diacritics: πολυβάδιστος Capitals: ΠΟΛΥΒΑΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: polybádistos Transliteration B: polybadistos Transliteration C: polyvadistos Beta Code: poluba/distos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, = πολύβατος, Sch.Opp.H.3.502.

German (Pape)

[Seite 660] = πολύβατος, zw.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβάδιστος: -ον, = πολύβατος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 502.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύβατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. ταχυβάδιστος].