πολυβάδιστος
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
Full diacritics: πολῠβάδιστος | Medium diacritics: πολυβάδιστος | Low diacritics: πολυβάδιστος | Capitals: ΠΟΛΥΒΑΔΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: polybádistos | Transliteration B: polybadistos | Transliteration C: polyvadistos | Beta Code: poluba/distos |
[ᾰ], ον, = πολύβατος, Sch.Opp.H.3.502.
πολυβάδιστος: -ον, = πολύβατος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 502.
-ον, Α
πολύβατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. ταχυβάδιστος].