πολυδημώδης
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
ες, = πολύδημος (populous), DL. 7.14.
German (Pape)
[Seite 661] ες, = πολύδημος, D. L. 7, 14.
Russian (Dvoretsky)
πολυδημώδης: весьма густо населенный, многолюдный Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδημώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ., Διογ. Λ. 7. 14.
Greek Monolingual
-ες, Α πολύδημος
1. πολύδημος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυδημῶδες
πλήθος ανθρώπων («ἐξέκλινε δὲ τὸ πολυδημῶδες», Διογ.).