πολυκάνδηλο
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
Greek Monolingual
το / πολυκάνδηλον, ΝΜ, και πολυκάντηλο, Ν
πολύφωτο που αποτελείται από πολλά καντήλια, που χρησιμοποιείται κυρίως στις εκκλησίες, πολυέλαιος («κι ο ουρανός... το μέγα πολυκάντηλο μέσ' στο ναό της Φύσης», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κανδήλι(ον) / καντήλι (πρβλ. νυχτοκάντηλο)].