πολυκήριο

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
κρεμαστό πολύφωτο που αποτελείται από πολλά κεριά, πολυέλαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κηρίο(ν)].