Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυλάλητος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυλάλητος Medium diacritics: πολυλάλητος Low diacritics: πολυλάλητος Capitals: ΠΟΛΥΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: polylálētos Transliteration B: polylalētos Transliteration C: polylalitos Beta Code: polula/lhtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,
A Glossaria on ἀθυρόστομος, Sch.S.Ph.188.
II often repeated, of a common epithet, Eust.861.33.

German (Pape)

[Seite 665] = Folgdm, Sp., wie Schol. Soph. Phil. 191 u. Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠλάλητος: -ον, = πολύλαλος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 187. ΙΙ. ὁ συχνάκις λεγόμενος, Εὐστ. 861. 33.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που επαναλαμβάνεται συχνά στον λόγο
αρχ.
αθυρόστομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + λαλητός (< λαλῶ), πρβλ. δημο-λάλητος].