Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
-ον / πολύκρεως, -ων, ΜΑ
αυτός που αποτελείται από πολλά φαγητά με κρέας (α. «πολύκρεος δίαιτα», Αναστ. Σιν.
β. «πολύκρεως εὐωχία», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρεος / -κρεως (< κρέας), πρβλ. γλυκύκρεος, ηδύκρεως].