πορφυροκλέπτης

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠροκλέπτης Medium diacritics: πορφυροκλέπτης Low diacritics: πορφυροκλέπτης Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΚΛΕΠΤΗΣ
Transliteration A: porphyrokléptēs Transliteration B: porphyrokleptēs Transliteration C: porfyrokleptis Beta Code: porfurokle/pths

English (LSJ)

πορφυροκλέπτου, ὁ, stealer of purple, D.L.6.57.

German (Pape)

[Seite 686] ὁ, der Purpurdieb, D. L. 6, 57.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠροκλέπτης: ου ὁ крадущий пурпур, похититель пурпура Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κλέπτων πορφύραν, Διογ. Λ. 6. 57.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κλέβει πορφύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κλέπτης.