προέηκα

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

French (Bailly abrégé)

ao. épq. de προίημι.

English (Autenrieth)

see προΐημι.

Greek Monotonic

προέηκα: Επικ. αντί -ῆκα, αόρ. αʹ του προίημι.

Russian (Dvoretsky)

προέηκα: эп. (= προῆκα) aor. 1 к προΐημι.