ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
ao. épq. de προίημι.
see προΐημι.
προέηκα: Επικ. αντί -ῆκα, αόρ. αʹ του προίημι.
προέηκα: эп. (= προῆκα) aor. 1 к προΐημι.