προανακύπτω

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

German (Pape)

[Seite 707] vorher aufducken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προανακύπτω: ἀνακύπτω πρότερον, Στέφ. Ἀλ. ἐν Ideleri Phys. τ. 2. σ. 229, 8.

Greek Monolingual

ΝΑ ἀνακύπτω
νεοελλ.
(για δυσχέρειες) προβάλλω ξαφνικά πάλι ενώ είχα εκλείψει
αρχ.
ανορθώνομαι από πριν.