προβατή

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

η / προβατῆ, ΝΜ
το δέρμα του προβάτου, η προβιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -, δηλωτική δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντῆ)].