προβατοχίτων
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, with coat of sheep's skin, Hsch. s.v. οἰοχίτων.
German (Pape)
[Seite 711] ωνος, bei Hesych. Erkl. von οἰοχίτων.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δορᾶς προβάτου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οἰοχίτων.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει χιτώνα φτειαγμένο από δέρμα προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + χιτών.