προδιηθώ

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
(πιθ. αντί του προσδιηθῶ) σουρώνω, στραγγίζω, φιλτράρω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διηθῶ «στραγγίζω, διϋλίζω»].