προεξοφλητικός
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεξόφληση
2. φρ. α) «προξοφλητική πολιτική»
(οικον.) τακτική αυξομείωσης του προεξοφλητικού επιτοκίου εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας με στόχο τον έλεγχο της ρευστότητας της οικονομίας
β) «προεξοφλητικό επιτόκιο»
(οικον.) το επιτόκιο με το οποίο η κεντρική τράπεζα επιβαρύνει τα δάνεια προς τις εμπορικές τράπεζες ή προς άλλους χρηματοδοτικούς οργανισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προεξοφλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 185β στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].