προεξόφληση

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η εξόφληση χρέους πριν από την καθορισμένη ημερομηνία
2. (νομ.-οικον.) η καταβολή στον κομιστή της αξίας τίτλων, που είναι μεταβιβάσιμοι, πριν από τη λήξη της προθεσμίας τους
3. προείσπραξη μισθού ή σύνταξης
4. μτφ. προκαταβολική εκφορά γνώμης, έκφραση γνώμης για κάτι από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προεξοφλώ. Η λ., στον λόγιο τ. προεξόφλησις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].