προλάτης

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

ο, θηλ. προλάτισσα, Ν
προπορευόμενος οδηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατηλάτης].