προμαραίνομαι
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek (Liddell-Scott)
προμᾰραίνομαι: παθ., μαραίνομαι πρότερον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 11.
Russian (Dvoretsky)
προμᾰραίνομαι: (о воздушном или морском течении) замирать, ослабевать, утихать Arst.