προμαραίνομαι

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek (Liddell-Scott)

προμᾰραίνομαι: παθ., μαραίνομαι πρότερον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 11.

Russian (Dvoretsky)

προμᾰραίνομαι: (о воздушном или морском течении) замирать, ослабевать, утихать Arst.