προπέρυσιν
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
v. προπέρυσι.
French (Bailly abrégé)
c. προπέρυσι.
English (Woodhouse)
(see also: προπέρυσι) the year before last