προπέρυσι
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
before a vowel προπέρυσιν, Adv. two years ago, Pl.Euthd. 272b, D.20.33,33.25, PThead.16.4 (iv A. D.), cj. in Lys.9.4, etc.: but πρωπέρυσιν is Att. acc. to A.D.Adv.166.25, Phryn.PSp.105 B., and is required by the metre in Pherecr.182.
German (Pape)
[Seite 739] adv., vor zwei Jahren, Plat. Euthyd. 272 b; Lys. 9, 4; Dem. 33, 25 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
adv.
deux ans auparavant.
Étymologie: πρό, πέρυσι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-πέρυσι, adv., twee jaar geleden.
Russian (Dvoretsky)
προπέρῠσῐ: (ν) adv. два года тому назад или в позапрошлом году Lys., Plat., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
προπέρῠσι: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, Λυσί. 114. 31, Πλάτ. Εὐθύδ. 272C, Δημ. 467. 14, κτλ.· συχνάκις φέρεται προπέρυσιν πρὸ φωνήεντος· ἀλλ’ ὁ Φρύνιχ. καὶ ὁ Ἀπολλ. Δύσκ. (Α. Β. 60, 577) ἀποδέχονται τὸν τύπον πρωπέρυσι ὡς τὸν γνήσιον Ἀττ., ὅστις καὶ ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 93.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και πρόπερσι Ν, προπέρυσιν και αττ. τ. πρωπέρυσιν Α
επίρρ. κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε του περασμένου έτους, ένα έτος πριν από το περυσινό, πριν από δύο χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πέρυσι / πέρσι].
Greek Monotonic
προπέρῠσι: επίρρ., δύο χρόνια πριν, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.
Middle Liddell
two years ago, Plat., Dem., etc.