προσβόρειος

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσβόρειος Medium diacritics: προσβόρειος Low diacritics: προσβόρειος Capitals: ΠΡΟΣΒΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: prosbóreios Transliteration B: prosboreios Transliteration C: prosvoreios Beta Code: prosbo/reios

English (LSJ)

προσβόρειον, = πρόσβορρος, opp. καταβόρειος (q.v.), Arist.HA547a12, Thphr. HP 1.9.2, etc.

German (Pape)

[Seite 754] gegen den Nordwind gelegen, ihm ausgesetzt, gegen Norden, Arist. H. A. 5, 15.

Russian (Dvoretsky)

προσβόρειος: Arst. = πρόσβορρος.

Greek (Liddell-Scott)

προσβόρειος: -ον, = πρόσβορρος, ἀντίθετον τῷ καταβόρειος (ὃ ἴδε), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 7, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ βόρειος
πρόσβορρος.