προσεκσπώ

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
αποσπώ κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκσπῶ «αποσπώ με τη βία»].