προσκυνητήριο

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105

Greek Monolingual

το / προσκυνητήριον, ΝΜΑ
τόπος προσκύνησης και, ιδίως, τόπος προσευχής, ευκτήριος οίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκυνῶ + κατάλ. -τήριο(ν), πρβλ. μελετητήριον].