προσλαλώ

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source

Greek Monolingual

-έω, Α λαλῶ
μιλώ απευθυνόμενος σε κάποιον ή μιλώ με κάποιον.