προσποίητος

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
simulé.
Étymologie: προσποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσποίητος -ον [προσποιέω] geveinsd, fake; adv.. οὐ προσποιήτως ἀλλὰ τῷ ὄντι niet voorgewend, maar echt Plat. Tht. 174d.