προσφυγικός

From LSJ

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν πρόσφυγας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόσφυγα ή στους πρόσφυγες («προσφυγική αποκατάσταση»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προσφυγικά
συνοικία προσφύγων
3. φρ. «προσφυγικό ζήτημα» — το ζήτημα που δημιουργείται από τη συρροή και εγκατάσταση μεγάλων πληθυσμών σε άλλη χώρα, όχι πάντοτε ομοεθνή, ως απόρροια πολέμου ή διωγμού εθνικού ή θρησκευτικού.