προσχεδίασμα

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια του προσχεδιάζω
2. το αποτέλεσμα του προσχεδιάζω, το προσχέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσχεδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].