προσχεδιάζω

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source

Greek Monolingual

ΝΜ
νεοελλ.
1. σχεδιάζω κάτι εκ τών προτέρων, καταρτίζω προσχέδιο
2. σκέπτομαι κάτι προκαταβολικά, μελετώ εκ τών προτέρων
μσν.
μέσ. προσχεδιάζομαι
σχεδιάζω εκ τών προτέρων.