προσωπικότητα

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source

Greek Monolingual

και προσωπικότης, η, Ν
1. (ψυχολ.) ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο σκέπτεται, αισθάνεται και συμπεριφέρεται ένα συγκεκριμένο άτομο
2. (δημ. δίκ.) η σωματική, ψυχική, πνευματική, ηθική και κοινωνική υπόσταση κάθε φυσικού προσώπου, δηλαδή κάθε ανθρώπου ως έλλογου και συνειδητού όντος
3. διακεκριμένο πρόσωπο, σπουδαίος άνθρωπος
4. φρ. α) «δεν έχει προσωπικότητα» — στερείται ατομικής θέλησης, είναι ετερόβουλος
β) «διαταραχές της προσωπικότητας» — ψυχικές διαταραχές που χαρακτηρίζονται από βαθιά ριζωμένα και μόνιμα σχήματα άκαμπτης, δυσπροσάρμοστης ή αντικοινωνικής συμπεριφοράς, αλλ. διαταραχές του χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπικός (βλ. και λ. πρόσωπο). Η λ., στον λόγιο τ. προσωπικότης, μαρτυρείται από το 1848 στον Ιωάνν. Σούτζο].