προσόρμιση
From LSJ
καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains
Greek Monolingual
η / προσόρμισις, -ίσεως, ΝΜΑ προσορμίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσορμίζω, η αγκυροβολία ενός πλοίου στις υπήνεμες περιοχές ενός όρμου
μσν.
προσέγγιση.