πρωτοβρόχι

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

το, Ν
συν. στον πληθ. τα πρωτοβρόχια
οι πρώτες βροχές του έτους που πέφτουν κατά το φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + βροχή.