πρωτογνώριστος

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν πρωτογνωρίζω
αυτός τον οποίο γνωρίζει ή αισθάνεται κανείς για πρώτη φορά («μιαν ανατριχίλα πρωτογνώριστη», Παλαμ.).