πρωτογνώριστος
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν πρωτογνωρίζω
αυτός τον οποίο γνωρίζει ή αισθάνεται κανείς για πρώτη φορά («μιαν ανατριχίλα πρωτογνώριστη», Παλαμ.).