πρόπωμα

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek (Liddell-Scott)

πρόπωμα: «τὸ πρόπομα, ὅπερ καὶ πρόπωμα λέγεται Ἀττικῶς διὰ τοῦ ω» Χοιροβ. ἐν Δ. Β. 1414.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α
(δ. γρφ.) βλ. πρόπομα.