πτεροπώλης

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

ο, Ν
ο πωλητής φτερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερό + -πώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγ. ΒλάχουJ.