πτωχείον

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

τὸ, Μ
πτωχοκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαντείον)].