πτωχοπρόδρομος
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
ο, Ν
ως προσηγ.
1. άνθρωπος μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, παραπονιάρης, μουρμούρης, κλαψιάρης, κλαψομοίρης
2. άνθρωπος, και ιδίως λόγιος, που ασχολείται με μηδαμινά και ανάξια λόγου πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + Πρόδρομος (πρβλ. και πτωχοπροδρομισμός)].