πυγιστής

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

German (Pape)

[Seite 813] ὁ, paedico, paedícator.

Greek Monolingual

ὁ, Α πυγίζω
αρσενοκοίτης, κωλομπαράς.