πυγιστής

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source

German (Pape)

[Seite 813] ὁ, paedico, paedícator.

Greek Monolingual

ὁ, Α πυγίζω
αρσενοκοίτης, κωλομπαράς.