πυκνόμαλλος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει πυκνές τρίχες, δασύτριχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -μαλλος (< μαλλί), πρβλ. σγουρό-μαλλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἑστία].