γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
πυργόεις: εσσα, εν, ἔχων πληθὺν πύργων, πόλις Νικ.Χων. Ἱστ. σ. 366C.
-εσσα, -εν, Μαυτός που έχει πολλούς πύργους, γεμάτος πύργους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερόεις)].