πυροσβέστης

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που σβήνει τη φωτιά
2. άνδρας που ανήκει στο οργανωμένο σώμα το οποίο έχει ως αποστολή και έργο του την κατάσβεση πυρκαγιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + -σβέστης (< σβέννυμι «σβήνω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Λάτρη].