πόζα

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

η, Ν
1. προσεγμένη, προετοιμασμένη στάση που παίρνει κάποιος για να φωτογραφηθεί ή για να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο από καλλιτέχνη
2. προσποιητή σοβαρότητα, ακαταδεξιά
3. στάση του σώματος κατά τη συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. posa < λατ. pausa < αρχ. παύω / παῦσις.