πύκνωση

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

Greek Monolingual

η / πύκνωσις, -ώσεως, ΝΑ πυκνῶ
1. συμπύκνωση, σύμπτυξη (α. «πύκνωση του διαλύματος» β. «τὸ νέφος πύκνωσις ἀέρος», Αριστοτ.)
2. η τοποθέτηση του στρατεύματος σε πυκνή τάξη
νεοελλ.
1. αύξηση της συχνότητας («σημειώνεται πύκνωση τών επισκέψεων ξένων επισήμων»)
2. βιολ. ο κυτταρικός εκφυλισμός που περιλαμβάνει συμπύκνωση του πυρηνικού περιεχομένου και τον σχηματισμό ενός συνόλου έντονα χρωματισμένων χρωματοσωμάτων
αρχ.
1. συμπυκνωμένη ύλη
2. (για τους παλμούς) επιτάχυνση
3. άθροιση.